Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱπποκύων
ἱππολάπαθον
ἱππολειχήν
ἱππολέτας
ἱππολεχής
ἱππολοφία
ἱππόλοφος
Ἱππόλοχος
Ἱππόλυτος
ἱππόλυτος
ἱππομανέω
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομάραθον
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομαχικός
ἱππομάχος
Ἱππόμαχος
Ἱππομέδων
ἱππόμητις
View word page
ἱππομανέω
to be a-horsing

ShortDef

to be a-horsing

Debugging

Headword:
ἱππομανέω
Headword (normalized):
ἱππομανέω
Headword (normalized/stripped):
ιππομανεω
IDX:
42978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42979
Key:

Data

{'content': 'to be a-horsing'}