Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱπποκύων
ἱππολάπαθον
ἱππολειχήν
ἱππολέτας
ἱππολεχής
ἱππολοφία
ἱππόλοφος
Ἱππόλοχος
Ἱππόλυτος
ἱππόλυτος
ἱππομανέω
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομάραθον
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομαχικός
ἱππομάχος
Ἱππόμαχος
View word page
Ἱππόλυτος
Hippolytus

ShortDef

Hippolytus
letting horses loose

Debugging

Headword:
Ἱππόλυτος
Headword (normalized):
ἱππόλυτος
Headword (normalized/stripped):
ιππολυτος
IDX:
42976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42977
Key:

Data

{'content': 'Hippolytus'}