Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
View word page
ἁμαξεύς
for a wagon

ShortDef

for a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξεύς
Headword (normalized):
ἁμαξεύς
Headword (normalized/stripped):
αμαξευς
IDX:
4296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4297
Key:

Data

{'content': 'for a wagon'}