Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππόκαμπος
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκενταύρειος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκέντωρ
ἱπποκλείδης
Ἱπποκλῆς
ἱπποκοινάριον
ἱπποκομέω
ἱπποκόμος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱπποκόσμια
ἱπποκούριος
Ἱπποκόων
Ἱπποκράτειος
ἱπποκρατέω
Ἱπποκράτης
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
View word page
ἱπποκόμος
a groom

ShortDef

a groom

Debugging

Headword:
ἱπποκόμος
Headword (normalized):
ἱπποκόμος
Headword (normalized/stripped):
ιπποκομος
IDX:
42956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42957
Key:

Data

{'content': 'a groom'}