Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
View word page
ἁμαξάρχης
official of the imperial transport service
ShortDef
official of the imperial transport service
Debugging
Headword:
ἁμαξάρχης
Headword (normalized):
ἁμαξάρχης
Headword (normalized/stripped):
αμαξαρχης
IDX:
4294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4295
Key:
Data
{'content': 'official of the imperial transport service'}