Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
View word page
ἁμαξαῖος
of/like a wagon

ShortDef

of/like a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξαῖος
Headword (normalized):
ἁμαξαῖος
Headword (normalized/stripped):
αμαξαιος
IDX:
4293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4294
Key:

Data

{'content': 'of/like a wagon'}