Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
View word page
ἄμαξα
a wagon
ShortDef
a wagon
Debugging
Headword:
ἄμαξα
Headword (normalized):
ἄμαξα
Headword (normalized/stripped):
αμαξα
IDX:
4292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4293
Key:
Data
{'content': 'a wagon'}