Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόβροτοι
ἱππογέρανοι
ἱππογνώμων
ἱππόγυποι
Ἱπποδάμας
Ἱπποδάμεια
Ἱπποδάμειος
Ἱππόδαμος
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱππόδεσμοι
ἱπποδέτης
ἱπποδίνητος
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρομικός
ἱπποδρόμιος
View word page
Ἱππόδαμος
Hippodamus
ShortDef
Hippodamus
tamer of horses
Debugging
Headword:
Ἱππόδαμος
Headword (normalized):
ἱππόδαμος
Headword (normalized/stripped):
ιπποδαμος
IDX:
42921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42922
Key:
Data
{'content': 'Hippodamus'}