Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόβροτοι
ἱππογέρανοι
ἱππογνώμων
ἱππόγυποι
Ἱπποδάμας
Ἱπποδάμεια
Ἱπποδάμειος
Ἱππόδαμος
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
View word page
ἱπποβουκόλος
a horse-herd, horse-keeper
ShortDef
a horse-herd, horse-keeper
Debugging
Headword:
ἱπποβουκόλος
Headword (normalized):
ἱπποβουκόλος
Headword (normalized/stripped):
ιπποβουκολος
IDX:
42913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42914
Key:
Data
{'content': 'a horse-herd, horse-keeper'}