Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόβροτοι
ἱππογέρανοι
ἱππογνώμων
ἱππόγυποι
Ἱπποδάμας
Ἱπποδάμεια
Ἱπποδάμειος
Ἱππόδαμος
View word page
ἱπποβότης
feeder of horses
ShortDef
feeder of horses
Debugging
Headword:
ἱπποβότης
Headword (normalized):
ἱπποβότης
Headword (normalized/stripped):
ιπποβοτης
IDX:
42911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42912
Key:
Data
{'content': 'feeder of horses'}