Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόβροτοι
ἱππογέρανοι
ἱππογνώμων
ἱππόγυποι
Ἱπποδάμας
Ἱπποδάμεια
Ἱπποδάμειος
View word page
ἱπποβοσκός
feeding horses

ShortDef

feeding horses

Debugging

Headword:
ἱπποβοσκός
Headword (normalized):
ἱπποβοσκός
Headword (normalized/stripped):
ιπποβοσκος
IDX:
42910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42911
Key:

Data

{'content': 'feeding horses'}