Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
View word page
ἀμανῖται
'champignons'

ShortDef

'champignons'

Debugging

Headword:
ἀμανῖται
Headword (normalized):
ἀμανῖται
Headword (normalized/stripped):
αμανιται
IDX:
4290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4291
Key:

Data

{'content': "'champignons'"}