Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἱππίας
ἱππιατρός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόβροτοι
ἱππογέρανοι
ἱππογνώμων
ἱππόγυποι
Ἱπποδάμας
View word page
ἱπποβάτης
a horseman
ShortDef
a horseman
Debugging
Headword:
ἱπποβάτης
Headword (normalized):
ἱπποβάτης
Headword (normalized/stripped):
ιπποβατης
IDX:
42908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42909
Key:
Data
{'content': 'a horseman'}