Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππιάναξ
Ἱππίας
ἱππιατρός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόβροτοι
ἱππογέρανοι
ἱππογνώμων
ἱππόγυποι
View word page
ἱπποβάμων
going on horseback, equestrian
ShortDef
going on horseback, equestrian
Debugging
Headword:
ἱπποβάμων
Headword (normalized):
ἱπποβάμων
Headword (normalized/stripped):
ιπποβαμων
IDX:
42907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42908
Key:
Data
{'content': 'going on horseback, equestrian'}