Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἱππημολγοί
ἱππημολγοί
Ἱππιάζω
ἱππιάναξ
Ἱππίας
ἱππιατρός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόβροτοι
View word page
ἱππιοχάρμης
one who fights from a chariot
ShortDef
one who fights from a chariot
Debugging
Headword:
ἱππιοχάρμης
Headword (normalized):
ἱππιοχάρμης
Headword (normalized/stripped):
ιππιοχαρμης
IDX:
42904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42905
Key:
Data
{'content': 'one who fights from a chariot'}