Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγία
Ἱππημολγοί
ἱππημολγοί
Ἱππιάζω
ἱππιάναξ
Ἱππίας
ἱππιατρός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
ἱπποβότης
View word page
ἱππικός
of a horse
ShortDef
of a horse
Debugging
Headword:
ἱππικός
Headword (normalized):
ἱππικός
Headword (normalized/stripped):
ιππικος
IDX:
42901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42902
Key:
Data
{'content': 'of a horse'}