Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγία
Ἱππημολγοί
ἱππημολγοί
Ἱππιάζω
ἱππιάναξ
Ἱππίας
ἱππιατρός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβόσιον
ἱπποβοσκός
View word page
ἱππίδιον
a kind of fish

ShortDef

a kind of fish

Debugging

Headword:
ἱππίδιον
Headword (normalized):
ἱππίδιον
Headword (normalized/stripped):
ιππιδιον
IDX:
42900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42901
Key:

Data

{'content': 'a kind of fish'}