Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππηλασία
ἱππηλάσιος
ἱππηλάτα
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγία
Ἱππημολγοί
ἱππημολγοί
Ἱππιάζω
ἱππιάναξ
Ἱππίας
ἱππιατρός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππίσκος
ἱππιστί
ἱπποβάμων
View word page
ἱππιάναξ
king of horsemen
ShortDef
king of horsemen
Debugging
Headword:
ἱππιάναξ
Headword (normalized):
ἱππιάναξ
Headword (normalized/stripped):
ιππιαναξ
IDX:
42897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42898
Key:
Data
{'content': 'king of horsemen'}