Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππεύω
ἱππηγέτης
ἱππηγός
ἱππηδόν
ἱππηλασία
ἱππηλάσιος
ἱππηλάτα
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγία
Ἱππημολγοί
ἱππημολγοί
Ἱππιάζω
ἱππιάναξ
Ἱππίας
ἱππιατρός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
View word page
ἱππημολγία
milking of mares

ShortDef

milking of mares

Debugging

Headword:
ἱππημολγία
Headword (normalized):
ἱππημολγία
Headword (normalized/stripped):
ιππημολγια
IDX:
42893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42894
Key:

Data

{'content': 'milking of mares'}