Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππεραστής
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
Ἱππεύς
ἵππευσις
ἱππευτάς
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηγέτης
ἱππηγός
ἱππηδόν
ἱππηλασία
ἱππηλάσιος
ἱππηλάτα
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγία
Ἱππημολγοί
ἱππημολγοί
View word page
ἱππηγός
carrying horses, cavalry transport (ship)
ShortDef
carrying horses, cavalry transport (ship)
Debugging
Headword:
ἱππηγός
Headword (normalized):
ἱππηγός
Headword (normalized/stripped):
ιππηγος
IDX:
42885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42886
Key:
Data
{'content': 'carrying horses, cavalry transport (ship)'}