Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππαστί
ἱππαστικός
ἱππαστός
ἱππάστριαι
ἱππάφεσις
ἱππαφίδες
ἱππεία
ἵππειος
ἱππελάτης
ἱππέλαφος
ἱππεραστής
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
Ἱππεύς
ἵππευσις
ἱππευτάς
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηγέτης
ἱππηγός
View word page
ἱππεραστής
lover of horses

ShortDef

lover of horses

Debugging

Headword:
ἱππεραστής
Headword (normalized):
ἱππεραστής
Headword (normalized/stripped):
ιππεραστης
IDX:
42875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42876
Key:

Data

{'content': 'lover of horses'}