Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἵππασμα
ἱππασμός
Ἵππασος
ἱππαστής
ἱππαστί
ἱππαστικός
ἱππαστός
ἱππάστριαι
ἱππάφεσις
ἱππαφίδες
ἱππεία
ἵππειος
ἱππελάτης
ἱππέλαφος
ἱππεραστής
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
Ἱππεύς
ἵππευσις
ἱππευτάς
View word page
ἱππεία
a riding of horses, horsemanship, cavalry
ShortDef
a riding of horses, horsemanship, cavalry
Debugging
Headword:
ἱππεία
Headword (normalized):
ἱππεία
Headword (normalized/stripped):
ιππεια
IDX:
42871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42872
Key:
Data
{'content': 'a riding of horses, horsemanship, cavalry'}