Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
View word page
ἁμάμαξυς
a vine trained on two poles

ShortDef

a vine trained on two poles

Debugging

Headword:
ἁμάμαξυς
Headword (normalized):
ἁμάμαξυς
Headword (normalized/stripped):
αμαμαξυς
IDX:
4286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4287
Key:

Data

{'content': 'a vine trained on two poles'}