Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
View word page
ἀμαλός
soft, weak, feeble
ShortDef
soft, weak, feeble
Debugging
Headword:
ἀμαλός
Headword (normalized):
ἀμαλός
Headword (normalized/stripped):
αμαλος
IDX:
4285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4286
Key:
Data
{'content': 'soft, weak, feeble'}