Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἵππαλος
ἱππαναβάτης
ἱππάνθρωπος
ἱππαπαῖ
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχεῖον
ἱππαρχέω
ἱππάρχης
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
Ἵππαρχος
ἱππάς
ἱππασία
Ἱππασίδης
ἱππάσιμος
ἵππασμα
ἱππασμός
Ἵππασος
ἱππαστής
View word page
ἱππαρχικός
of or for a ἵππαρχος, commander of cavalry
ShortDef
of or for a ἵππαρχος, commander of cavalry
Debugging
Headword:
ἱππαρχικός
Headword (normalized):
ἱππαρχικός
Headword (normalized/stripped):
ιππαρχικος
IDX:
42854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42855
Key:
Data
{'content': 'of or for a ἵππαρχος, commander of cavalry'}