Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
View word page
ἀμαλογεῖ
effutat

ShortDef

effutat

Debugging

Headword:
ἀμαλογεῖ
Headword (normalized):
ἀμαλογεῖ
Headword (normalized/stripped):
αμαλογει
IDX:
4284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4285
Key:

Data

{'content': 'effutat'}