Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππαιχμία
ἵππαιχμος
ἱππάκη
ἱππακοντιστής
ἱππάκοπον
ἱππαλεκτρυών
ἵππαλος
ἱππαναβάτης
ἱππάνθρωπος
ἱππαπαῖ
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχεῖον
ἱππαρχέω
ἱππάρχης
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
Ἵππαρχος
ἱππάς
ἱππασία
View word page
ἱππάριον
a pony

ShortDef

a pony

Debugging

Headword:
ἱππάριον
Headword (normalized):
ἱππάριον
Headword (normalized/stripped):
ιππαριον
IDX:
42848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42849
Key:

Data

{'content': 'a pony'}