Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαΐς
ἱππαιχμία
ἵππαιχμος
ἱππάκη
ἱππακοντιστής
ἱππάκοπον
ἱππαλεκτρυών
ἵππαλος
ἱππαναβάτης
ἱππάνθρωπος
ἱππαπαῖ
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχεῖον
ἱππαρχέω
ἱππάρχης
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
View word page
ἱππαναβάτης
mounted man

ShortDef

mounted man

Debugging

Headword:
ἱππαναβάτης
Headword (normalized):
ἱππαναβάτης
Headword (normalized/stripped):
ιππαναβατης
IDX:
42845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42846
Key:

Data

{'content': 'mounted man'}