Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππαγρέται
ἵππαγρος
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαΐς
ἱππαιχμία
ἵππαιχμος
ἱππάκη
ἱππακοντιστής
ἱππάκοπον
ἱππαλεκτρυών
ἵππαλος
ἱππαναβάτης
ἱππάνθρωπος
ἱππαπαῖ
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχεῖον
ἱππαρχέω
ἱππάρχης
ἱππαρχία
View word page
ἱππαλεκτρυών
a horse-cock, gryphon

ShortDef

a horse-cock, gryphon

Debugging

Headword:
ἱππαλεκτρυών
Headword (normalized):
ἱππαλεκτρυών
Headword (normalized/stripped):
ιππαλεκτρυων
IDX:
42843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42844
Key:

Data

{'content': 'a horse-cock, gryphon'}