Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰπνών
ἰποκτόνος
ἶπος
ἰπόω
ἱππαγρέται
ἵππαγρος
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαΐς
ἱππαιχμία
ἵππαιχμος
ἱππάκη
ἱππακοντιστής
ἱππάκοπον
ἱππαλεκτρυών
ἵππαλος
ἱππαναβάτης
ἱππάνθρωπος
ἱππαπαῖ
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
View word page
ἵππαιχμος
fighting on horseback, equestrian
ShortDef
fighting on horseback, equestrian
Debugging
Headword:
ἵππαιχμος
Headword (normalized):
ἵππαιχμος
Headword (normalized/stripped):
ιππαιχμος
IDX:
42839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42840
Key:
Data
{'content': 'fighting on horseback, equestrian'}