Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰπνοπλάθος
ἰπνοποιός
ἰπνός
ἰπνών
ἰποκτόνος
ἶπος
ἰπόω
ἱππαγρέται
ἵππαγρος
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαΐς
ἱππαιχμία
ἵππαιχμος
ἱππάκη
ἱππακοντιστής
ἱππάκοπον
ἱππαλεκτρυών
ἵππαλος
ἱππαναβάτης
ἱππάνθρωπος
View word page
ἱππάζομαι
to drive horses, drive a chariot

ShortDef

to drive horses, drive a chariot

Debugging

Headword:
ἱππάζομαι
Headword (normalized):
ἱππάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ιππαζομαι
IDX:
42836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42837
Key:

Data

{'content': 'to drive horses, drive a chariot'}