Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰπνολέβης
ἴπνον
ἰπνοπλάθος
ἰπνοποιός
ἰπνός
ἰπνών
ἰποκτόνος
ἶπος
ἰπόω
ἱππαγρέται
ἵππαγρος
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαΐς
ἱππαιχμία
ἵππαιχμος
ἱππάκη
ἱππακοντιστής
ἱππάκοπον
ἱππαλεκτρυών
ἵππαλος
View word page
ἵππαγρος
wild horse

ShortDef

wild horse

Debugging

Headword:
ἵππαγρος
Headword (normalized):
ἵππαγρος
Headword (normalized/stripped):
ιππαγρος
IDX:
42834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42835
Key:

Data

{'content': 'wild horse'}