Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
View word page
ἀμαλλοτόκεια
producer of sheaves

ShortDef

producer of sheaves

Debugging

Headword:
ἀμαλλοτόκεια
Headword (normalized):
ἀμαλλοτόκεια
Headword (normalized/stripped):
αμαλλοτοκεια
IDX:
4282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4283
Key:

Data

{'content': 'producer of sheaves'}