Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰπνευτής
ἰπνεύω
ἴπνη
ἴπνιος
ἰπνίτης
ἰπνοκαής
ἰπνοκαύστης
ἰπνολέβης
ἴπνον
ἰπνοπλάθος
ἰπνοποιός
ἰπνός
ἰπνών
ἰποκτόνος
ἶπος
ἰπόω
ἱππαγρέται
ἵππαγρος
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαΐς
View word page
ἰπνοποιός
one who works at an oven

ShortDef

one who works at an oven

Debugging

Headword:
ἰπνοποιός
Headword (normalized):
ἰπνοποιός
Headword (normalized/stripped):
ιπνοποιος
IDX:
42827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42828
Key:

Data

{'content': 'one who works at an oven'}