Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
View word page
ἄμαλλος2
[lexical cite]

ShortDef

without fleece
[lexical cite]

Debugging

Headword:
ἄμαλλος2
Headword (normalized):
ἄμαλλος
Headword (normalized/stripped):
αμαλλος2
IDX:
4281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4282
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}