Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
View word page
ἄμαλλος
without fleece
ShortDef
without fleece
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ἄμαλλος
Headword (normalized):
ἄμαλλος
Headword (normalized/stripped):
αμαλλος
IDX:
4280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4281
Key:
Data
{'content': 'without fleece'}