Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
View word page
ἀμαλλοδετήρ
a binder of sheaves

ShortDef

a binder of sheaves

Debugging

Headword:
ἀμαλλοδετήρ
Headword (normalized):
ἀμαλλοδετήρ
Headword (normalized/stripped):
αμαλλοδετηρ
IDX:
4279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4280
Key:

Data

{'content': 'a binder of sheaves'}