Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
View word page
ἀμαλλεύω
bind into sheaves
ShortDef
bind into sheaves
Debugging
Headword:
ἀμαλλεύω
Headword (normalized):
ἀμαλλεύω
Headword (normalized/stripped):
αμαλλευω
IDX:
4278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4279
Key:
Data
{'content': 'bind into sheaves'}