Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
View word page
ἄμαλλα
cut wheat, a sheaf

ShortDef

cut wheat, a sheaf

Debugging

Headword:
ἄμαλλα
Headword (normalized):
ἄμαλλα
Headword (normalized/stripped):
αμαλλα
IDX:
4276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4277
Key:

Data

{'content': 'cut wheat, a sheaf'}