Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰόβακχος
ἰοβάπτης
ἰοβαφής
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόρος
ἰοβόστρυχος
ἰόγληνος
Ἰογόρθας
ἰόδετος
ἰοδνεφής
ἰοδόκη
ἰοδόκος
ἰοειδής
ἰόεις
ἰόζωνος
ἰοθαλής
Ἰοκάστη
Ἰόλαος
Ἰόλη
View word page
ἰόδετος
violet-twined
ShortDef
violet-twined
Debugging
Headword:
ἰόδετος
Headword (normalized):
ἰόδετος
Headword (normalized/stripped):
ιοδετος
IDX:
42764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42765
Key:
Data
{'content': 'violet-twined'}