Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰξυόθεν
ἰξύς
ἰξώδης
Ἰοβάκχεια
Ἰόβακχος
ἰοβάπτης
ἰοβαφής
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόρος
ἰοβόστρυχος
ἰόγληνος
Ἰογόρθας
ἰόδετος
ἰοδνεφής
ἰοδόκη
ἰοδόκος
ἰοειδής
ἰόεις
ἰόζωνος
View word page
ἰοβόρος
poison-eating
ShortDef
poison-eating
Debugging
Headword:
ἰοβόρος
Headword (normalized):
ἰοβόρος
Headword (normalized/stripped):
ιοβορος
IDX:
42760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42761
Key:
Data
{'content': 'poison-eating'}