Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλός
View word page
Ἀμάλθεια
Amaltheia
ShortDef
Amaltheia
Debugging
Headword:
Ἀμάλθεια
Headword (normalized):
ἀμάλθεια
Headword (normalized/stripped):
αμαλθεια
IDX:
4275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4276
Key:
Data
{'content': 'Amaltheia'}