Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰξοφορεύς
ἰξοφόρος
ἰξυόθεν
ἰξύς
ἰξώδης
Ἰοβάκχεια
Ἰόβακχος
ἰοβάπτης
ἰοβαφής
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόρος
ἰοβόστρυχος
ἰόγληνος
Ἰογόρθας
ἰόδετος
ἰοδνεφής
ἰοδόκη
ἰοδόκος
ἰοειδής
View word page
ἰοβολέω
to shoot arrows, dart

ShortDef

to shoot arrows, dart

Debugging

Headword:
ἰοβολέω
Headword (normalized):
ἰοβολέω
Headword (normalized/stripped):
ιοβολεω
IDX:
42758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42759
Key:

Data

{'content': 'to shoot arrows, dart'}