Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰξός
ἰξοφορεύς
ἰξοφόρος
ἰξυόθεν
ἰξύς
ἰξώδης
Ἰοβάκχεια
Ἰόβακχος
ἰοβάπτης
ἰοβαφής
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόρος
ἰοβόστρυχος
ἰόγληνος
Ἰογόρθας
ἰόδετος
ἰοδνεφής
ἰοδόκη
ἰοδόκος
View word page
ἰοβλέφαρος
violet-eyed
ShortDef
violet-eyed
Debugging
Headword:
ἰοβλέφαρος
Headword (normalized):
ἰοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
ιοβλεφαρος
IDX:
42757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42758
Key:
Data
{'content': 'violet-eyed'}