Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰξοποιέω
ἰξός
ἰξοφορεύς
ἰξοφόρος
ἰξυόθεν
ἰξύς
ἰξώδης
Ἰοβάκχεια
Ἰόβακχος
ἰοβάπτης
ἰοβαφής
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόρος
ἰοβόστρυχος
ἰόγληνος
Ἰογόρθας
ἰόδετος
ἰοδνεφής
ἰοδόκη
View word page
ἰοβαφής
violetcoloured
ShortDef
violetcoloured
Debugging
Headword:
ἰοβαφής
Headword (normalized):
ἰοβαφής
Headword (normalized/stripped):
ιοβαφης
IDX:
42756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42757
Key:
Data
{'content': 'violetcoloured'}