Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰξοβολέω
ἰξοβόλος
ἰξοβόρος
ἰξοειδές
ἰξοεργός
ἰξόομαι
ἰξοποιέω
ἰξός
ἰξοφορεύς
ἰξοφόρος
ἰξυόθεν
ἰξύς
ἰξώδης
Ἰοβάκχεια
Ἰόβακχος
ἰοβάπτης
ἰοβαφής
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόρος
View word page
ἰξυόθεν
from the loins

ShortDef

from the loins

Debugging

Headword:
ἰξυόθεν
Headword (normalized):
ἰξυόθεν
Headword (normalized/stripped):
ιξυοθεν
IDX:
42750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42751
Key:

Data

{'content': 'from the loins'}