Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
View word page
ἀμάλθακτος
not to be softened

ShortDef

not to be softened

Debugging

Headword:
ἀμάλθακτος
Headword (normalized):
ἀμάλθακτος
Headword (normalized/stripped):
αμαλθακτος
IDX:
4274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4275
Key:

Data

{'content': 'not to be softened'}