Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
View word page
ἀμαλητόμος
reaper
ShortDef
reaper
Debugging
Headword:
ἀμαλητόμος
Headword (normalized):
ἀμαλητόμος
Headword (normalized/stripped):
αμαλητομος
IDX:
4273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4274
Key:
Data
{'content': 'reaper'}