Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰνώ
ἰνώδης
Ἰνωπός
ἴξ
ἰξαλῆ
ἴξαλος
ἴξευμα
ἰξευτήρ
ἰξευτήριος
ἰξευτής
ἰξευτικός
ἰξεύω
ἰξία
ἰξίας
ἰξίνη
ἰξιόεις
ἰξίον
Ἰξιόνιος
ἵξις
Ἰξίων
ἰξοβολέω
View word page
ἰξευτικός
of an ἰξευτής
ShortDef
of an ἰξευτής
Debugging
Headword:
ἰξευτικός
Headword (normalized):
ἰξευτικός
Headword (normalized/stripped):
ιξευτικος
IDX:
42730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42731
Key:
Data
{'content': 'of an ἰξευτής'}