Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
ἀμαλλοτόκεια
View word page
ἀμαλδύνω
to soften
ShortDef
to soften
Debugging
Headword:
ἀμαλδύνω
Headword (normalized):
ἀμαλδύνω
Headword (normalized/stripped):
αμαλδυνω
IDX:
4272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4273
Key:
Data
{'content': 'to soften'}